- πορώδες
- Μικρά διάκενα μέσα στα στερεά σώματα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα, που διακρίνονται είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά. Παραδείγματα μακροσκοπικού π. είναι οι σπόγγοι, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) κλπ.· το π. σε βαθμό μικροσκοπικής παρατήρησης οφείλεται στην παρουσία διακένων (πόρων) μεταξύ των μορίων. Η συνηθέστερη εφαρμογή του π. είναι η χρήση των φίλτρων από ειδικό χάρτη (διηθητικός χάρτης) για το διαχωρισμό των στερεών ουσιών από τα υγρά μέσα στα οποία αιωρούνται· υπάρχουν επίσης πορώδη ελάσματα ή μεμβράνες, διαπερατά σε ορισμένες ουσίες και όχι σε άλλες (ώσμωση, διαπίδυση, τριχοειδή, διαλύματα) και πορώδεις ουσίες που επιτρέπουν τη δίοδο ορισμένων αερίων, ενώ εμποδίζουν άλλα. Το π., ως υδρολογική ιδιότητα του εδάφους και των πετρωμάτων, είναι η παρουσία πόρων διάφορων διαστάσεων και συχνότητας ανάμεσα στα στερεά συστατικά του εδάφους· μετράται με το ποσοστό % του όγκου των πόρων σε σχέση προς τον ολικό όγκο του εδάφους που τους περιέχει (απόλυτο π.). Το π. του εδάφους και των πετρωμάτων παίζει σημαντικό ρόλο στη διαπερατότητα ή όχι αυτών από το νερό και στη δυνατότητα κυκλοφορίας του και, επομένως, στο σχηματισμό υπόγειων υδροφόρων οριζόντων. Από υδρογεωλογική άποψη, υδροπερατά, λόγω π. (εν μικρώ) πετρώματα θεωρούνται τα αλλούβια (άμμος, χάλικες κλπ.), που σχηματίζουν τις αλλουβιακές πεδιάδες, τους κώνους αποθέσεων, τις ποτάμιες αναβαθμίδες κλπ., οι θίνες αιολικής προέλευσης, οι μοραίνες, τα κλαστικά υλικά που σχηματίζουν κώνους κορημάτων κλπ. Με βάση το απόλυτο π., τα πετρώματα διακρίνονται σε εξαιρετικά πορώδη (αναλογία όγκου των πόρων > 20%), πολύ πορώδη (10-20%), μετρίως πορώδη (2,5-5%), λίγο πορώδη (1-2,5%) και πολύ συμπαγή (< 1%). Στη διαπερατότητα των πετρωμάτων παίζουν ρόλο και οι διαστάσεις των πόρων: όταν οι πόροι είναι μικρότεροι από 1 μικρόν (μ), τα πετρώματα θεωρούνται πρακτικά αδιαπέρατα, έστω και αν φέρουν πολλούς πόρους.
Dictionary of Greek. 2013.